- ξυρίς
- ξυρίς, -ίδος και ξίρις, ἡ, και ξείρης, ὁ, και, κατά τον Ησύχ., ξειρίς, ἡ (Α)1. είδος τού φυτού ίρις, τού οποίου τα φύλλα μοιάζουν με ξυράφι2. στον πληθ. οἱ ξυρίδεςα) (κατά τον Φώτ.) είδος υποδήματοςβ) (κατά το λεξ. Σούδα) «ξυρίδεςκαμπάγια, ξυγάβδια ἤ ἄλλο ὑπόδημα διάφορον».[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν + καχάλ. -ίς. Το φυτό ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω τού σχήματος των φύλλων του. Ωστόσο, οι αρχαιότεροι τ. της λ. ξιρίς, ξειρίς δείχνουν πως η σύνδεση της λ. με το ξυρόν «ξυράφι» πιθ. να είναι παρετυμολογική. Τέλος, η ετυμολ. της γλώσσας «ξυρίδες» παραμένει άγνωστη].
Dictionary of Greek. 2013.