ξυρίς

ξυρίς
ξυρίς, -ίδος και ξίρις, ἡ, και ξείρης, ὁ, και, κατά τον Ησύχ., ξειρίς, ἡ (Α)
1. είδος τού φυτού ίρις, τού οποίου τα φύλλα μοιάζουν με ξυράφι
2. στον πληθ. οἱ ξυρίδες
α) (κατά τον Φώτ.) είδος υποδήματος
β) (κατά το λεξ. Σούδα) «ξυρίδες
καμπάγια, ξυγάβδια ἤ ἄλλο ὑπόδημα διάφορον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν + καχάλ. -ίς. Το φυτό ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω τού σχήματος των φύλλων του. Ωστόσο, οι αρχαιότεροι τ. της λ. ξιρίς, ξειρίς δείχνουν πως η σύνδεση της λ. με το ξυρόν «ξυράφι» πιθ. να είναι παρετυμολογική. Τέλος, η ετυμολ. της γλώσσας «ξυρίδες» παραμένει άγνωστη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξυρίς — gladwyn fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυρίδα — ξυρίς gladwyn fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυρίδες — ξυρίς gladwyn fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυρίδος — ξυρίς gladwyn fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίρις — Όνομα αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Κάτω Ιταλίας στη Λευκανία, χτισμένη στον κόλπο του Τάραντα. Ιδρύθηκε στις αρχές του 7ου αι. π.Χ. από Ίωνες άποικους της Κολοφώνας και διακρίθηκε για τον πλούτο και τη χλιδή των κατοίκων της. Το 450 π.Χ. η… …   Dictionary of Greek

  • jíride — (Del lat. xyris, idis.) ► sustantivo femenino BOTÁNICA Lirio hediondo, planta. * * * jíride (del lat. «xyris, ĭdis», del gr. «xyrís, ídos») f. *Lirio hediondo (planta iridácea). ≃ Íride. * * * jíride. (Del lat. xyris, ĭdis, y este del gr. ξυρίς,… …   Enciclopedia Universal

  • GLADIOLUS — apud Plain. l. 21. c. 11. Post hanc gladiolus comitatus hyazinthis: flos est, quem ξιφίον seu φασγάνιον vocat Theophrast. Latinique Scriptores retentâ voce Graecâ Xiphium vocant. Alias Gladiolus Romanis idem, qui ξίρις et ξυρὶς Graecis, lilio… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ξάνθιο — (xanthium). Ποώδες, μονοετές φυτό με κίτρινα άνθη και με μεγάλους αγκαθωτούς καρπούς. Φυτρώνει συνήθως στα ερείπια σπιτιών και στους χωματόδρομους. Στην Ελλάδα απαντούν αρκετά είδη του φυτού αυτού, τα κυριότερα από τα οποία είναι γνωστά με τις… …   Dictionary of Greek

  • ξειρίς — ξειρίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. ξυρίς …   Dictionary of Greek

  • ξιρίς — και ξίρις, ἡ (Α) βλ. ξυρίς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”